ρετσιτατίβο

ρετσιτατίβο
Είδος φωνητικής μουσικής. Είναι η αναπαράσταση σε τραγούδι του τόνου της φωνής και του ρυθμού του λόγου. To ρ. δεν αποτελεί κλειστή μουσική μορφή, που υποτάσσεται στη συντακτική διάρθρωση των κειμένων. (Πηγές του είναι η εκτέλεση από λαϊκούς τραγουδιστές επικών ποιητικών έργων). To ρ. εμφανίστηκε στην έντεχνη μουσική στο τέλος του 16ου και αρχή 17ου αι. Στην ιταλική μάλιστα όπερα του 17ου αι. αναπτύχθηκαν δύο είδη ρ., το recitativo seco (κυριολεκτικά ξερό Ρ.), το οποίο εκτελείται από αφηγητή σε ελεύθερο ρυθμό, με συνοδεία συγχορδιών από κάποιο όργανο με πλήκτρα και το recitativo accompagnato (ρ. συνοδευμένο), που είναι πιο μελωδικό, με ανεπτυγμένη συνοδεία ορχήστρας. Ο πρώτος τύπος χρησιμοποιήθηκε πολύ στον διάλογο και ο δεύτερος στον μονόλογο, πριν από τις άριες. Και σε άλλες επίσης χώρες εμφανίστηκαν εθνικές ιδιομορφίες του ρ. To 18o αι., το ρ. «ακομπανιάτο» υπερείχε, ενώ το «σέκο» διατηρήθηκε μόνο στην κωμική όπερα. To 19o αι., η όπερα «με νούμερα» και ρ. διατηρήθηκε, εμφανίστηκε όμως και η όπερα στην οποία το ρ. δεν ξεχώριζε από τη μελωδία (την άρια), αλλά συγχεόταν με αυτήν, σε μια δραματικά εκφραστική μουσική. To ρ. και τα στοιχεία του επηρέασαν και άλλα μουσικά είδη, κυρίως ορατόρια και καντάτες.
* * *
το, Ν
μουσ. απαγγελτικό τραγούδι τού οποίου η μελωδία και ο ρυθμός ακολουθούν τις διακυμάνσεις τού προφορικού λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. recitativo < λατ. recito (πρβλ. ρεσί, ρεσιτάλ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πέρι, Γιάκοπο — (Peri, Ρώμη 1561 – Φλωρεντία 1633). Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής. Αφού έκανε μουσικές σπουδές στη Φλωρεντία, έζησε στην αυλή των Μεδίκων ως τραγουδιστής, μουσικός και τέλος καμεράριος (1618). Ήταν εξέχον μέλος της φλωρεντικής καμεράτα· σ’… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • Γκλίνκα, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς — (Mikhail Ivanovich Glinka, 1867 – 1927).Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Ερασιτέχνης μουσικός στα πρώτα νεανικά του χρόνια (τραγουδιστής, βιολιστής, πιανίστας και συνθέτης), συμπλήρωσε τη μουσική του κατάρτιση με τη μελέτη της αντίστιξης και με ένα ταξίδι… …   Dictionary of Greek

  • καμπαλέτα — Μουσική μελωδική σύνθεση με χαρακτήρα αριόζο (μελωδικού ρετσιτατίβο) και με πολύ τονισμένο ρυθμό, που συγκρατείται εύκολα στη μνήμη. Ο όρος προέρχεται από τη λέξη coboletta, υποκοριστικό της λέξης cobola, που σημαίνει μικρή λυρική σύνθεση, η… …   Dictionary of Greek

  • Καρίσιμι, Τζάκομο — (Giacomo Carissimi, Ρώμη 1605 – 1674). Ιταλός συνθέτης. Σε ηλικία 18 ετών έγινε ψάλτης στον καθεδρικό ναό του Τίβολι και από το 1625 έως το 1627 υπήρξε οργανίστας στον ίδιο ναό. Τα δύο επόμενα χρόνια διετέλεσε διευθυντής της εκκλησιαστικής… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεβέρντι Κλαούντιο — (Claudio Monteverdi, Κρεμόνα 1567 – Βενετία 1643). Ιταλός συνθέτης. Αφιερώθηκε πρώιμα στη μουσική και δημοσίευσε το 1583 την πρώτη του συλλογή Πνευματικά μαδριγάλια για τέσσερις φωνές, την οποία ακολούθησαν ένα βιβλίο Τραγούδια για τρεις φωνές… …   Dictionary of Greek

  • ντεκλαμάτο — (Μουσ.). Ειδική μορφή άσματος, που παίζει ρόλο ρετσιτατίβο και εκφράζεται σαν ένα ευρύτερο τραγούδι, που τείνει να αντικαταστήσει τις κλειστές μορφές (άρια, ρομάντζα, καβατίνα κλπ.) στη φωνητική μουσική και κυρίως στην όπερα. Αν και ο όρος μπορεί …   Dictionary of Greek

  • Ντεμπισί, Κλοντ — (Achille Claude Debussy, Σεν Ζερμέν αν Λε 1862 – Παρίσι 1918). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1873, με την επιμονή μιας παλιάς μαθήτριας του Σοπέν, η οποία διαισθάνθηκε το μουσικό ταλέντο του μικρού και έπεισε την οικογένειά του …   Dictionary of Greek

  • Σκαρλάτι — (Scarlatti). Επώνυμο δύο Ιταλών μουσικών. 1. Αλεσάντρο. Συνθέτης (Παλέρμο 1660 Νεάπολη 1725). Γεννημένος μέσα σε οικογένεια μουσικών (η αδελφή του Άννα Μαρία ήταν μεγάλη τραγουδίστρια και οι αδελφοί του Φραντσέσκο και Τομάζο διακρίθηκαν ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”